- παραγωνίσκος
- παραγων-ίσκος, ὁ, aA cutting or scraping instrument, v.l. in LXX Is.44.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραγωνίσκος — ό, Α πιθ. όργανο απόξεσης ή κοπής χρήσιμο για ξυλουργικές εργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γωνία + κατάλ. ίσκος] … Dictionary of Greek